ἴονθος

ἴονθος
ἴονθος, ,
A root of a hair, young hair,

ἰόνθους ἐκθλιβομένους Phld. Sign.13

, cf. Eun.Hist.p.250 D., Phryn.PSp.77 B.
II eruption on the face, which often accompanies the first growth of the beard, etc., Hp.Epid.1.26.β, Arist.HA556b29, Pr.963b40, Erot. s.v. ὀλοφλυκτίδες :—hence [full] ἰονθώδης, ες

, ἐπάρσεις Thphr.Sud.16

, cf. Gal.12.824.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού …   Dictionary of Greek

  • ἴονθος — root of a hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθοις — ἴονθος root of a hair masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθοισι — ἴονθος root of a hair masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθου — ἴονθος root of a hair masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθους — ἴονθος root of a hair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθων — ἴονθος root of a hair masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴονθοι — ἴονθος root of a hair masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ус — род. п. а, мн. ы, диал. ус, род. п. а, укр. вус, род. п. а, блр. вус, др. русск. усъ ус, борода , русск. цслав. ѫсъ, болг. въс (Младенов 94), словен. vо̣̑s ус , мн. vȯse, чеш. vous, мн. vousy, слвц. fuz, мн. fuzy, польск. wąs, род. п. wąsa, мн …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • εξιονθίζω — ἐξιονθίζω (Α) φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”